ἐπάλξις

ἐπάλξις
ἐπάλξῑς , ἔπαλξις
means of defence
fem acc pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἔπαλξις — means of defence fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάλξει — ἔπαλξις means of defence fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπάλξεϊ , ἔπαλξις means of defence fem dat sg (epic) ἔπαλξις means of defence fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάλξεις — ἔπαλξις means of defence fem nom/voc pl (attic epic) ἔπαλξις means of defence fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάλξεσι — ἔπαλξις means of defence fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάλξεσιν — ἔπαλξις means of defence fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάλξιες — ἔπαλξις means of defence fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάλξιος — ἔπαλξις means of defence fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπαλξιν — ἔπαλξις means of defence fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπαλξη — η (AM ἔπαλξις) συν. στον πληθ. το ανώτερο οδοντωτό μέρος τού τείχους, που έχει ανοίγματα κατά διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν μέσα από αυτά οι αμυνόμενοι αρχ. μσν. αμυντικό κατασκεύασμα, ειδ. θωράκιο τείχους αρχ. 1. μτφ. προστασία,… …   Dictionary of Greek

  • μόσσυν — μόσσυν, υνος και μοσσύν, ύνος, ὁ (ΑΜ, Α και μόσυν, ὁ) ξύλινος πύργος ή σπίτι αρχ. 1. δρύφακτο, περίφραγμα 2. πιθ. ναυπηγείο 3. (κατά τον Ησύχ.) «πύργος, έπαλξις». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κυρίως τού νότιου Εύξεινου Πόντου (πρβλ. Μοσσύν οικοι, ονομ. λαού που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”